- καταγορασμός
- κατᾰγορ-ασμός, ὁ, = foreg., Milet.7.28 (ii B.C.);A
σίτου IG12(9).900c2
(Chalcis, ii B.C.), D.S.16.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίτου IG12(9).900c2
(Chalcis, ii B.C.), D.S.16.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) … Dictionary of Greek
καταγορασμόν — καταγορασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* … Dictionary of Greek